- λαβίδας
- λαβίςhandlefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θερμαστρίδα — η (Α θέρμαστρις ή θερμαυστρίς ή θερμαστρίς) [θερμάστρα] λαβίδα με την οποία κρατούνται πυρακτωμένα αντικείμενα, τσιμπίδα, μασιά αρχ. 1. κάθε είδος λαβίδας 2. είδος βίαιου χορού κατά τον οποίο αυτός που χόρευε αναπηδούσε διασταυρώνοντας τα πόδια… … Dictionary of Greek
FORCEPS — inventum Cinyrae Agriopâ geniti, Plin. l. 7. c. 56. an Vulcani, qui proin cum forcipe spectatur, in nummo L. Caesii, de quo supra: cum in usum innocentem diu valuisset, postmodum saevitiae instrumentum esse coepit, et reis cruciandis, Martyribus… … Hofmann J. Lexicon universale
αντίχειρας — Το παχύτερο δάχτυλο του χεριού. Είναι πολύτιμο για την ανθρώπινη εργασία επειδή σχηματίζει με τα υπόλοιπα τέσσερα δάχτυλα ένα είδος λαβίδας με την οποία το χέρι μπορεί να πιάνει τα διάφορα αντικείμενα. Ο σκελετός του α. αποτελείται από δύο μονάχα … Dictionary of Greek
ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… … Dictionary of Greek
λαβίδα — Κάθε εργαλείο με δύο σκέλη για τη σύλληψη, συγκράτηση ή βίαιη έλξη αντικειμένων. φαινόμενο της λ. (Φυσ.). Το φαινόμενο της συστολής του πλάσματος και της απομάκρυνσής του από τα τοιχώματα του σωλήνα στον οποίο περιέχεται, διαδικασία που τελείται… … Dictionary of Greek
λαβιδοδοντία — η ανατ. τύπος σύγκλεισης τών οδοντικών φραγμών κατά τον οποίο τα μασητικά χείλη τών πρόσθιων δοντιών συναντώνται μεταξύ τους σαν σκέλη λαβίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαβίς, ίδος + οδοντία < ὀδούς, όντος. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… … Dictionary of Greek
λαβιδοτόμο — το κοπτικό εργαλείο με αιχμηρά σκέλη που έχει σχήμα λαβίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαβίδα + τομο (< τομος < τόμος < τέμνω «κόβω»)] … Dictionary of Greek
λαβιδόμετρο — το εργαλείο σχήματος διαβήτη ή γωνιομέτρου, το οποίο είναι προσαρμοσμένο στα σκέλη λαβίδας και δείχνει τον βαθμό διαστάσεως τών σκελών της … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
μυρμηκολέων — (myrmeleon formicarius). Έντομο της οικογένειας των μυρμηκολεοντιδών της τάξης των νευροπτέρων. Όταν πάρει την οριστική όψη του ο μ. έχει μήκος 4 εκ., κοιλιά μακριά και λεπτή και δύο ζεύγη διαφανών πτερύγων που το κάνουν να μοιάζει με τις… … Dictionary of Greek